- Έρουλοι
- Αρχαίος λαός, ο οποίος σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν (3ος αι. μ.Χ.) ήταν εγκατεστημένος στη βόρεια Γερμανία· φαίνεται όμως ότι αρχικά ήταν κλάδος των Γότθων της νοτιοδυτικής περιοχής της Σκανδιναβίας που αποσπάστηκε αργότερα από τον αρχικό κορμό. Διωγμένοι από τους Δανούς από τον τόπο της καταγωγής τους (ο οποίος ήταν πιθανότατα η Γιουτλάνδη και τα νησιά Ζέελαντ), οι Έ. χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: από αυτές, η μία εγκαταστάθηκε στις σκανδιναβικές χώρες, η άλλη κατέβηκε κατά τα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. και εγκαταστάθηκε στις εκβολές του Ρήνου και στη Βαλτική, και η τρίτη εισέβαλε στη Βαλκανική χερσόνησο και εγκαταστάθηκε ανάμεσα στα Καρπάθια και στον Δούναβη. Η τελευταία αυτή ομάδα –που είναι και η σπουδαιότερη από ιστορική άποψη– πήρε μέρος μαζί με άλλους βαρβαρικούς λαούς στις επιθέσεις εναντίον της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και βαθμιαία εισέβαλε στα εδάφη της. Στην αρχή ήρθε σε σύγκρουση με τους Οστρογότθους, οι οποίοι την απώθησαν στην Ελλάδα. Η επιδρομή τους (267 μ.Χ.) ήταν τρομακτική. Η Αθήνα πυρπολήθηκε ολόκληρη. Μόνο η Ακρόπολη σώθηκε από τον αφανισμό και μεμονωμένα οικοδομήματα, όπως ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο), το Ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου (Αέρηδες), το Πάνθεον και ελάχιστα άλλα. Φεύγοντας, άφησαν ένα σωρό από ερείπια. Η επιδρομή αυτή των E. συμπίπτει με το τέλος του αρχαίου κόσμου. Αργότερα οι Έ. υποδουλώθηκαν στους Γότθους και στους Ούννους, αλλά ανέκτησαν και πάλι την ανεξαρτησία τους μετά τον θάνατο του Αττίλα. Τελικά διασκορπίστηκαν, μερικοί όμως πυρήνες εισήλθαν στις τάξεις (από τον 4o αι. μ.Χ.) του στρατού του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, ο οποίος προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά από βαρβαρικούς πληθυσμούς.
Dictionary of Greek. 2013.